πωλητής

πωλητής
ο, θηλ. πωλήτρια, ΝΑ, και πουλητής, θηλ. πουλήτρια και πουλήτρα, Ν [πωλῶ / πουλώ]
αυτός που πουλά κάτι
νεοελλ.
υπάλληλος εμπορικού καταστήματος
αρχ.
1. (στην Επίδαμνο) άρχων ο οποίος ρύθμιζε τις εμπορικές υποθέσεις τής πόλης με τους γείτονες βαρβάρους
2. στον πληθ. οἱ πωληταί
(ιδίως στην Αθήνα) δέκα ενιαύσιοι οικονομικοί άρχοντες που είχαν ως έργο τους την εκμίσθωση τών τελών και τών δασμών σε πλειοδότες, καθώς και την πώληση μετοίκων που δεν είχαν πληρώσει το μετοίκιον* ή πρόστιμο που τούς είχε επιβληθεί («τοὺς ἐννέα ἄρχοντας καὶ τοὺς ταμίας καὶ τοὺς πωλητάς», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πωλητής — πωλητής, ο και πουλητής, ο θηλ. ήτρια αυτός που πουλάει ή πούλησε κάτι (αντίθ. αγοραστής) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πωλητής — seller masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωληταῖς — πωλητής seller masc dat pl πωλητός for sale fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωληταί — πωλητής seller masc nom/voc pl πωλητός for sale fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητήν — πωλητής seller masc acc sg (attic epic ionic) πωλητός for sale fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητῶν — πωλητής seller masc gen pl πωλητός for sale fem gen pl πωλητός for sale masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… …   Dictionary of Greek

  • ονοστύππαξ — ὀνοστύππαξ, ακος, ὁ (Α) (με επιτιμητική σημ.) 1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ διὰ μὲν τοῡ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων διὰ δὲ τοῡ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής… …   Dictionary of Greek

  • εξώνηση — η (Μ ἐξώνησις) [εξωνούμαι] αγορά, συμφωνία κατά την οποία ο πωλητής μπορεί να αναλάβει ό,τι πουλάει με συμφωνημένο τίμημα σε ορισμένη προθεσμία νεοελλ. 1. πρόσθετος όρος σε σύμβαση πώλησης, σύμφωνα με τον οποίο ο πωλητής δικαιούται με μονομερή… …   Dictionary of Greek

  • ιματιοπώλης — ο (Α ἱματιοπώλης και θηλ. ίματιοπῶλις, ιδος) πωλητής ιματίων, πωλητής ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιμάτιον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. λαχανο πώλης, μυρο πώλης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”